- ερχατάομαι
- ἐρχατάομαι (Α)φυλάγομαι ή κλείνομαι κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επικ. παρακμ. και υπερσ. έρχαται, έρχατο τού είργω*. Απαντά στο γ’ πληθ. ερχατόωντο (Οδ. ξ, 15)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρχατῶ — ἐρχατάομαι to be kept pres imperat mp 2nd sg ἐρχατάομαι to be kept imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρχατόωνται — ἐρχατάομαι to be kept pres subj mp 3rd pl (epic) ἐρχατάομαι to be kept pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρχατόωντο — ἐρχατάομαι to be kept imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)